- ασυνυπαρκτος
- ἀσυνύπαρκτοςἀ-συνύπαρκτος2не сосуществующий, несовместимый
(ἀξιώματα Sext.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ἀξιώματα Sext.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ασυνύπαρκτος — ἀσυνύπαρκτος, ον (Α) αυτός που δεν μπορεί να συνυπάρξει με κάποιον άλλον … Dictionary of Greek
ἀσυνύπαρκτος — incapable of coexisting masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσυνύπαρκτον — ἀσυνύπαρκτος incapable of coexisting masc/fem acc sg ἀσυνύπαρκτος incapable of coexisting neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσυνυπάρκτων — ἀσυνύπαρκτος incapable of coexisting masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσυνύπαρκτα — ἀσυνύπαρκτος incapable of coexisting neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσυνύπαρκτοι — ἀσυνύπαρκτος incapable of coexisting masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)